αναλήθης

αναλήθης
ης, ες 1. неискренний, лживый;
2. (ο ) лжец, обманщик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αναλήθης" в других словарях:

  • αναληθής — ές (Α ἀναληθής, ές και ἀναλήθης, ες) 1. (για ανθρώπους) αυτός που ψεύδεται, ο ψεύτης 2. (για πράγματα) ψεύτικος, ανυπόστατος αρχ. (για ύφος) επιτηδευμένος, επίπλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀληθής. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλήθεια] …   Dictionary of Greek

  • αναληθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ανακριβής, ψεύτικος: Η είδηση που σου ανακοίνωσε είναι αναληθής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναλήθης — ἀνᾱλήθης , ἀνά ἀλάομαι wander aor ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀνά ἀλάομαι wander aor ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αερόφερτος — και αγερόφερτος, η, ο [αεροφέρνομαι] 1. αυτός που παρασύρεται ή παρασύρθηκε από τον αέρα και φέρεται εδώ κι εκεί, ανάλογα με την κατεύθυνση τού ανέμου 2. (για διαδόσεις, ειδήσεις κ.λπ.) αυτός που διαδίδεται χωρίς να έχει εξακριβωθεί προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • αναλήθεια — η ανακρίβεια, πλάνη, ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναληθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς και χρησιμοποιείται συχνά προς αποφυγή τής λ. ψεύδος, ψέμα που μπορεί να θεωρηθεί προσβλητική για τον συνομιλητή …   Dictionary of Greek

  • αναλήθευτος — η, ο αυτός που δεν επαλήθευσε ή δεν είναι δυνατό να επαληθεύσει, απραγματοποίητος, ανεξακρίβωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναληθεύω < αναληθής] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • καταμήνυση — η (AM καταμήνυσις) [καταμηνύω] υποβολή μηνύσεως εναντίον κάποιου, καταγγελία νεοελλ. φρ. (νομ.) «ψευδής καταμήνυση» η αναληθής ενοχοποίηση ενός προσώπου για τέλεση αξιόποινης πράξης ενώπιον δικαστικής αρχής, εν γνώσει τής αναλήθειας τής… …   Dictionary of Greek

  • στοίχημα — το, ΝΜ [στοιχῶ] συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων με διαφορετική ή και αντίθετη γνώμη για κάτι, βάσει τής οποίας εκείνος τού οποίου η γνώμη ή η πρόγνωση αποδεικνύεται σωστή παίρνει από τον άλλο μια αμοιβή, συνήθως ορισμένο χρηματικό ποσό νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»